- ολόγλυκος
- -ια, -ο1. πολύ γλυκός2. (για βλέμμα ή για μειδίαμα) γεμάτος τρυφερότητα («τού ρίχνει ολόγλυκες ματιές κι από κρυφά τού λέει», Κρυστ.).επίρρ...ολόγλυκαπολύ γλυκά, τρυφερότατα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek